- ποδώκης
- ποδ-ώκης, ες, fußschnell, schnellfüßig, Beiwort des Achill; überh. schnell
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποδώκης — swiftfooted masc/fem acc pl (attic epic doric) ποδώκης swiftfooted masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ποδώκης swiftfooted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδώκης — ες, Α 1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια (α. «ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο», Ομ. Ιλ. β. «ἄνθρωποι ποδώκεις καὶ ψιλοί», Θουκ.) 2. ταχύς, γρήγορος («ποδῶκες ὄμμα», Αισχύλ.) 3. ορμητικός, βίαιος («ποδώκεα τρόπον» Τραγ.… … Dictionary of Greek
ποδωκέστερον — ποδώκης swiftfooted adverbial comp ποδώκης swiftfooted masc acc comp sg ποδώκης swiftfooted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδώκει — ποδώκης swiftfooted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ποδώκης swiftfooted masc/fem/neut dat sg ποδώκεϊ , ποδώκης swiftfooted dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδώκη — ποδώκης swiftfooted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ποδώκης swiftfooted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ποδώκης swiftfooted masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδωκεστάτων — ποδώκης swiftfooted fem gen superl pl ποδώκης swiftfooted masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδωκέστατον — ποδώκης swiftfooted masc acc superl sg ποδώκης swiftfooted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδῶκες — ποδώκης swiftfooted masc/fem voc sg ποδώκης swiftfooted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδώκεα — ποδώκης swiftfooted neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ποδώκης swiftfooted masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδώκεις — ποδώκης swiftfooted masc/fem acc pl ποδώκης swiftfooted masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδωκεστάτους — ποδώκης swiftfooted masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)